μόνοιασμα

μόνοιασμα
το
[μονοιάζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μονοιάζω, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων, συμφιλίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μόνοιασμα — το, ατος η συμφιλίωση: Το μόνοιασμα ανάμεσα στο ζευγάρι έγινε χάρη στις προσπάθειες των δικηγόρων τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδέλφωμα — και αδέρφωμα, το [αδελφώνω] 1. συμφιλίωση, μόνοιασμα 2. σύμφυση βλαστών, παραφυάδων από το ίδιο στέλεχος ενός φυτού, κυρίως δημητριακών …   Dictionary of Greek

  • φιλίωσις — ώσεως, ἡ, Μ [φιλιῶ] 1. συμφιλίωση, μόνοιασμα 2. στον πληθ. αἱ φιλιώσεις ερωτικές επαφές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”